- προσεπεισφέρειν
- πρόσ-ἐπεισφέρωbring in besidespres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεπεισφέρω — Α [ἐπεισφέρω] 1. παρεισάγω επιπροσθέτως («ὡς ἐπεισόδιά τινα τοῡ Τρωϊκοῡ πολέμου προσεπεισφέρειν», Λογγίν.) 2. συνεισφέρω επιπροσθέτως … Dictionary of Greek